- προκαθηγουμένως
- Αεπίρρ.1. κατ' αρχάς, πρωτίστως2. μάλιστα, ιδίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προκαθηγούμενος, μτχ. τού προκαθηγοῦμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαθηγουμένως — προκαθηγέομαι go before and guide pres part mp masc acc pl (doric) προκαθηγέομαι go before and guide pres part mid masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)